- κατέτριψε
- κατέτρῑψε , κατατρίβωrub downaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
κατατρίβω — κατέτριψα και κατάτριψα, κατατρίφτηκα, κατατριμμένος 1. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη με την τριβή: Κατάτριψε τον καφέ. 2. καταπονώ, εξαντλώ: Κατέτριψε τον εχθρό με μικροσυμπλοκές. 3. το μέσ., κατατρίβομαι δαπανώ άσκοπα χρόνο ή δυνάμεις: Κατατρίβεται… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)